προσεμβιβάζω

προσεμβιβάζω
Μ [ἐμβιβάζω]
1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως
2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”